ἄκναμπτος

ἄκναμπτος
ᾰκναμπτος, -ον
1 inflexible, unflinching βουλαῖς ἀκνάμπτοις (v. l. ἀκάμποις: ἀκάμπτοις coni. Hermann.) P. 4.72 ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων (sc. Ἀπόλλων) Πα. . . ]ἀκνάμπτο[ Δ. 4a. 5.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἄκναμπτος — ἄγναμπτος unbending masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγναμπτος — ἄγναμπτος και ἄκναμπτος, ον (Α) άκαμπτος, αλύγιστος, ανένδοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γναμπτός ή κναμπτός τών ρημάτων γνάμπτω ή κνάμπτω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”