- ἄκναμπτος
- ᾰκναμπτος, -ον1 inflexible, unflinching βουλαῖς ἀκνάμπτοις (v. l. ἀκάμποις: ἀκάμπτοις coni. Hermann.) P. 4.72 ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων (sc. Ἀπόλλων) Πα. . . ]ἀκνάμπτο[ Δ. 4a. 5.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.